- αντιδιορίζω
- ἀντιδιορίζω (Α)δίνω διαφορετικό ορισμό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντιδιορίσαι — ἀντιδιορίζω define in turn aor inf act ἀντιδιορίσαῑ , ἀντιδιορίζω define in turn aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιδιοριζόμενος — ἀντιδιορίζω define in turn pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιδιορίζων — ἀντιδιορίζω define in turn pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)